-
1 перемирие
перемирие с η ανακωχή· заключить \перемирие κάνω ανακωχή* * *сη ανακωχήзаключи́ть переми́рие — κάνω ανακωχή
-
2 заключить
заключить (соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω υπογράφω (подписать) \заключить мир συνάπτω ειρήνη" \заключить перемирие κάνω ανακωχή* * *(соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω; υπογράφω ( подписать)заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
заключи́ть переми́рие — κάνω ανακωχή
-
3 перемирие
перемириес ἡ ἀνακωχή, ἡ ἐκεχειρία:заключить \перемирие κάνω ἀνακωχή. -
4 перемирие
-я ουδ.1. ανακωχή, εκεχειρία•условия -я όροι ανακωχής•
заключить перемирие κάνω ανακωχή.
2. μτφ. συμφιλίωση προσωρινή.
См. также в других словарях:
ανακωχεύω — (Α ἀνακωχεύω) [ἀνακωχή] νεοελλ. 1. κάνω ανακωχή, διακόπτω προσωρινά τις εχθροπραξίες 2. (για ιστιοφόρα) σταματώ ή ελαττώνω την ταχύτητα αρχ. βλ. ανοκωχεύω … Dictionary of Greek
ανοχεύω — (Μ ἀνοχεύω) [ανοχή] νεοελλ. (για σπαρτά και αμπέλια) έχω αφορία μσν. 1. σταματώ τη δράση μου, αναπαύομαι 2. μέσ. κάνω ανακωχή … Dictionary of Greek