Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάνω ανακωχή

См. также в других словарях:

  • ανακωχεύω — (Α ἀνακωχεύω) [ἀνακωχή] νεοελλ. 1. κάνω ανακωχή, διακόπτω προσωρινά τις εχθροπραξίες 2. (για ιστιοφόρα) σταματώ ή ελαττώνω την ταχύτητα αρχ. βλ. ανοκωχεύω …   Dictionary of Greek

  • ανοχεύω — (Μ ἀνοχεύω) [ανοχή] νεοελλ. (για σπαρτά και αμπέλια) έχω αφορία μσν. 1. σταματώ τη δράση μου, αναπαύομαι 2. μέσ. κάνω ανακωχή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»